επηρατος

επηρατος
    ἐπήρατος
    ἐπ-ήρᾰτος
    2
    приятный, прекрасный, восхитительный, замечательный

(δαίς, ἄντρον, εἵματα Hom.; κλέος Pind.)

; прелестный, очаровательный
    

(εἶδος, ὄσσα Hes.; νεάνιδες Aesch.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "επηρατος" в других словарях:

  • επήρατος — ἐπήρατος, ον (Α) 1. (για πράγμ.) ευχάριστος («δαιτὸς ἐπηράτου», Ομ. Ιλ.) 2. (για πρόσ.) αξιαγάπητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ερατός (ρηματ. επίθ. τού ερώ «αγαπώ»), το η τού τ. λόγω τής λειτουργίας τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] …   Dictionary of Greek

  • Ἐπήρατος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπήρατος — lovely masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτοις — Ἐπήρατος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτοις — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτου — Ἐπήρατος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτου — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτων — Ἐπήρατος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτων — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐπηράτῳ — Ἐπήρατος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπηράτῳ — ἐπήρατος lovely masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»